- ξεμυστηρεύομαι
- доверить тайну, открыться, признаваться;
της ξεμυστηρεύτήκε τον ερωτά του — он признался ей в любви
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
της ξεμυστηρεύτήκε τον ερωτά του — он признался ей в любви
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμυστηρεύομαι — 1. εκμυστηρεύομαι 2. εξομολογούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐξ εμυστηρευσάμην, τού ἐκ μυστηρεύομαι, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
εκμυστηρεύομαι — και ξεμυστηρεύομαι εμπιστεύομαι κάτι μυστικά σε κάποιον … Dictionary of Greek
ξεμυστήρεμα — το [ξεμυστηρεύομαι] εκμυστήρευση … Dictionary of Greek